κυστιτόμος

κυστιτόμος
ο
βλ. κυστεοτόμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυστεοτόμος — και κυστιτόμος, ο ειδικό τέμνον άγκιστρο με το οποίο εκτελείται στον οφθαλμό η κυστεοτομία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”